- ἱεροθύσιον
- ἱερο-θύσιον [ῠ], τό,A place of sacrifice, Paus.4.32.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιεροθύσιον — ἱεροθύσιον, τὸ (Α) [ιεροθύτης] τόπος για τέλεση ιερών θυσιών … Dictionary of Greek
ιεροθυτείον — ἱεροθυτεῑον, τὸ (Α) [ιεροθύτης] το ιεροθύσιον* … Dictionary of Greek